Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2010

α

Ο Γιώργης είχε κρεμαστεί από τα χείλη του Μήτσου και με κομμένη την ανάσα άκουγε. Θυμήθηκε το γέρο-Σώτο που πολλές φορές έλεγε: «Ευτυχισμένος είναι αυτός που έχει γνώση για τον κόσμο. Αυτός που ζει στην άγνοια είναι δυστυχισμένος και μίζερος». Και καταλήγοντας έλεγε πως «ο θησαυρός των γνώσεων βρίσκεται στα βιβλία και στις καλές γνωριμίες των συνανθρώπων σου, γι' αυτό η παρέα σου πρέπει να είναι από ανθρώπους λογικούς και έμπειρους...».
Σώτος, λίγοι ξέραν πώς ήταν το όνομα του. Όλοι τον φώναζαν Σωκράτη. Ο Σωκράτης ο σοφός, λέγαν. Ψηλός, γύρω στο ένα κι ενενήντα, με πλάτες φαρδιές, κάτι χερούκλες σαν κλωνάρια από θεόρατο πλατάνι. Όταν τα δάχτυλά του άνοιγαν την ταμπακέρα να πάρουν λίγο τριμμένο καπνό, αυτή χάνονταν μέσα στις φαρδιές παλάμες του. Το φτέρνισμα από το τράβηγμα του ταμπά¬κου τον ανάγκαζε να σταματάει να μιλά. Μιλούσε, μιλούσε όλη μέρα στο κα¬φενείο και όποιος ξένος κι αν ερχόταν στο χωριό, τον πρώτο που θα γνώριζε θα ήταν ο Σωκράτης.
Θυμάται ο Γιώργης πως ήταν παιδιά τότε και μαζεύονταν γύρω-γύρω απ' το σοφό Σωκράτη και τον ακούγανε με ανοιχτό το στόμα. Οι ιστορίες που έλεγε ήταν ατέλειωτες ιστορίες για το βαλκανικό πόλεμο, για τη «μεγάλη Ιδέα», που την οδήγησαν στη μικρασιατική καταστροφή, για τις δικτατορίες, τους γερμανούς, για τους καπνεργάτες και τους αγώνες τους, για τους εγγλέζους, - έλεγε πως αυτοί μας άναψαν τη φωτιά του εμφυλίου και πως ήταν λάθος του Ζαχαριάδη και της ηγεσίας του κόμματος που έδειξαν απεριόριστη εμπιστοσύ¬νη σε αυτούς τους καιροσκόπους που στο τέλος μας την έφεραν για τα καλά.
Ενώ ο Μήτσος και ο μπάρμπα-Γιάννης συνέχιζαν να μιλούν χαμηλόφωνα, από τη μνήμη του Γιώργη ξεπηδούσαν οι ιστορίες του Σωκράτη. Θυμόταν πως μια μέρα από το πρωί μέχρι το βράδυ διηγούνταν στο καφενείο την ιστορία μιας απεργίας των καπνεργατών που δεν είχαν σκοπό να τη λύσουν, αν τα δί-καια αιτήματά τους δεν ικανοποιούνταν. Ο Σωκράτης έλεγε «δίκαια αιτήμα-τα» και κουνώντας τις χερούκλες του διηγιόνταν με υψωμένη φωνή.
Τη λέξη «απεργοσπάστες» ήταν πρώτη φορά που την άκουγε ο Γιώργης. Ο τρόπος που ο Σωκράτης είχε διηγηθεί εκείνη την ιστορία, σημάδεψε τη ψυχή του Γιώργη, διαμόρφωσε τη στάση του απέναντι στη ζωή!
Μέσα από την ιστορία αυτή έμαθε πως και οι έμποροι είναι άνθρωποι όπως όλοι μας. Πως και αυτοί μια μέρα μπορεί να μείνουν άνεργοι όπως οι εργάτες. Πως κλαίνε και αυτοί όπως όλο, όταν βλέπουν τα αγαπητά τους πρόσωπα να υποφέρουν. Όταν δέχονται τις τσουχτερές βιτσιές που δίνει η ζωή και η πουτάνα η κοινωνία να γυρίζει την πλάτη της, όπως είχε γυρίσει και το σωματείο στον πεινασμένο έμπορα. Πως οι έμποροι και οι εργάτες και όλοι οι άνθρωποι μπορούν να βάλουν δυναμίτη σε μια κοινωνία γερασμένη, εκφυλισμένη, ανίκανη να χαρίσει το γέλιο στον άνθρωπο. Η κοινωνία αυτή μοιάζει με το χρόνο που έχασε τις εποχές του. Μια κρεατομηχανή που αλέθει και γίνεται ο Κρόνος που τρώει τα παιδιά του.
Ο Σωκράτης έχει πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια. Όμως ο απόηχος από τις ιστορίες του έμεινε σφηνωμένος βαθιά στο υποσυνείδητο του Γιώργη. Κι απ' τα φαράγγια αντιλαλούσαν οι στίχοι των οραματιστών. Ζυμάρι που το εργαστήρι της ιστορίας πλάθει αργά, βασανιστικά, για ν' ανεβάσει τον άνθρωπο στο ύψος του Ανθρώπου.
Ο Γιώργης έκλεισε για λίγο τα μάτια του κι άκουσε τη φωνή του Σωκράτη να διηγείται:
«Κύριοι Δικαστές, καιρό πριν την κήρυξη της απεργίας, πήγα και ζήτησα , δουλειά από το σωματείο. Τους διηγήθηκα όλη την ιστορία μου. Πως ήμουν έμπορος λαδιού. Είχα μια καλή οικονομική σειρά που λένε. Όμως δεν άντεξα στον ανταγωνισμό, χρεοκόπησα και η τράπεζα έβγαλε στον πλειστηριασμό ό,τι ακίνητο είχα. Πεινούσαμε εγώ και η οικογένεια μου. Έψαχνα για δουλειά, και τότε σκέφτηκα να πάω στο σωματείο των καπνεργατών. Οι συνδικαλιστές του σωματείου αδιαφόρησαν γυρίζοντας μου την πλάτη. Και το χειρότερο για μένα ήταν πως κάποιος από τους υπεύθυνους γύρισε και με περιφρόνηση μου είπε: «Όταν έπινες το αίμα του λαού το σωματείο δεν το θυμόσουν! Είσαι άνθρωπος χωρίς ταξική συνείδηση, γι' αυτό λυπόμαστε, «φίλε», το σωματείο δεν μπορεί να κάνει τίποτα για σένα!».
«Τα μάτια μου δάκρυσαν. Έφυγα παίρνοντας τους δρόμους της πόλης, ποτίζοντας τα καλντερίμια με τα δάκρυα μου.
«Με πήρε το σούρουπο. Στο σπίτι δεν ήθελα να γυρίσω, γιατί όλοι μ' ένα στόμα θα ρωτούσαν: «βρήκες δουλειά;...». Αφού κουράστηκα, κάθισα σ' ένα παγκάκι. Έκλαψα, έκλαψα, ώσπου με πήρε ο ύπνος. Όταν ξύπνησα άρχισα να σκέφτομαι πως κάτι πρέπει να κάνω, αν θέλω να μη πεθάνουν η γυναίκα μου και τα παιδιά μου.
«Μετά από λίγες μέρες το σωματείο κήρυξε απεργία. Έσκυψα και είδα τις γρανιτένιες πέτρες, που σαν κέντημα απλώνονταν πάνω στο μακρύ δρόμο. Μια σκέψη πέρασε απ' το μυαλό μου και τα δάκρυα μου ξέπλυναν τις σκονισμένες πέτρες.
«Την άλλη μέρα πήγα στον εργοδότη και δέχτηκα να δουλέψω σαν απεργοσπάστης. Έτσι κι έγινε. Τώρα βρίσκομαι εδώ με την κατηγορία πως έβαλα δυναμίτη στο υπόγειο του καπνομάγαζου ανατινάζοντάς το. Ναι, πράγματι, εγώ είμαι αυτός που ανατίναξε το καπνομάγαζο!
«Κύριοι Δικαστές, η κοινωνία που εσείς υπερασπίζεστε είναι άδικη, τόσο
άδικη, που πιο εύκολα μπορεί να ραγίσουν οι γρανιτένιες πέτρες, από καρδιές που ποτέ δεν αγάπησαν τον άνθρωπο!... Τώρα ξέρω πως θα με καταδικάσετε, ξέρω πως πάντα καταδικάζετε το γεγονός αδιαφορώντας για τις αιτίες που το προκάλεσαν. Δέχτηκα να δουλέψω σαν απεργοσπάστης, γιατί σκεφτόμουν τα παιδιά μου που ζητούσαν ψωμί!... Τα στήθια της γυναίκας μου δεν κατέβαζαν γάλα, για το μωρό μας, γιατί ήταν νηστική. Δεχόμουνα το γιουχάισμα των απεργών καθημερινά. Το πεινασμένο ασθενικό μου σώμα υπέφερε από την κοινωνική αρρώστια που με οδήγησε εδώ που βρίσκομαι τώρα. Έτσι μέσα από μια καταθλιπτική κατάσταση, όλες αυτές οι εικόνες πήραν μέσα στο μυαλό μου μια ξεχωριστή θέση. Δε διστάζω να δηλώσω πως, αν μπορούσα, θα ανατίναζα την κοινωνία ολόκληρη που εσείς υπερασπίζεστε! Τώρα καταλαβαίνετε πως παρά τις αρχές μου, δέχτηκα να γίνω απεργοσπάστης: γιατί σήμερα, όπως διαμορφώθηκε η κοινωνία μας με την υποδούλωση του ατόμου προς την οικογένεια του και προς τον εαυτό του, το «Εγώ» του ατόμου υποχωρεί! Ίσως με ρωτήσετε, γιατί δεν αυτοκτόνησα: Παρέμεινα στη ζωή για να σας πω κατά πρόσωπο πως οι άνθρωποι που τιμωρούν τους αδύνατους είναι αισχροί και γελοίοι!..........Τελείωσα!»...........................