Τρίτη 3 Μαΐου 2011

79

Ένας μαντρότοιχος έκλεινε μέσα του τα μακρόστενα χαμηλά σπίτια, πασαλειμμένα από ώχρα.

Θάλαμοι, ανήλιοι, σκοτεινοί, με παράθυρα μικρά από χονδρές σκουριασμένες σιδερόβεργες και τα κρεβάτια αραδιασμένα στους θαλάμους έμοιαζαν τάφοι ζωντανών ανθρώπων.

Ο γέρο – Μέμος άπλωσε το χέρι του και με τα δάχτυλα λίχνιζε τα κατσαρά μαλλιά του Κωστή.

Τα μάτια του έπαιζαν και το σκοινί που κρατούσε σφιχτά το παντελόνι του έσπασε.

Ο Κωστής ένιωσε την ανάσα του γέρο Μέμου να απλώνεται πάνω από το σβέρκο του και τον άκουσε να λέει:

-Λοιπόν, κάτσε, κάτσε τώρα να σου διηγηθώ μια ιστορία για να με θυμάσαι…

Σταμάτησε, έπιασε τις μακριές άσπρες τρίχες τις γενειάδας του και είπε:

-Να τώρα που σε λίγες μέρες θα φύγεις ήθελα να σου χάριζα την ζώνη μου να με θυμάσαι.

Μα είσαι άτυχος γιατί όπως βλέπεις έσπασε και αυτή. Έσκυψε στο αυτί του Κωστή έβαλε την παλάμη του κοντά μη τυχόν του φύγει καμιά νότα και την αρπάξει το αυτί του φύλακα και σχεδόν ψιθυριστά είπε:

-Μην στεναχωριέσαι, δεν πειράζει εγώ αυτό που θα σου χαρίσω είναι καλύτερο από την ζώνη μου.

Ο Κωστής γέλασε, τον χτύπησε στον ώμο και είπε:

Γέρο Μέμο, θέλω να μου πεις, μια ιστορία από τη ζωή σου. Ο γέρο Μέμος τράβηξε το πανταλόνι του και είπε – Όχι θα σου πω πρώτα αυτό το ποίημα που θέλω να σου χαρίσω και μετά όσες ιστορίες θέλεις, μα πρώτα το ποίημα. Έλα κάτσε τώρα.

Έκατσαν πάνω στο βαμμένο από ώχρα πέτρινο πεζούλι. Άρχισε να ξύνει τ’ άσπρα του μαλλιά, βλέποντας τον δρόμο που χανόταν στην στροφή του διώροφου παλιού σπιτιού με τις βρώμικες κηλίδες στους άβαφους τοίχους. Με τρόμο έβλεπε μην εμφανιστεί ο φύλακας του ιδρύματος και η ξεδοντιασμένη διευθύνουσα με τα στραβά ανοικτά της πόδια.

-Λοιπόν, Κωστή, καμιά φορά-

Τον διέκοψε ο Κωστής πιάνοντας τον από το μπράτσο. – Άφησε πρώτα να σου πω το όνειρο που είδα χθες το βράδυ γιατί θα το ξεχάσω. –Εντάξει! Και βέβαια προέχει το όνειρο έλα πες το μου μα σιγά σιγά, μη βιάζεσαι για να είναι η μνήμη ελεύθερη και να το βγάλει ακέριο όπως το είδες. – Εντάξει. Είδα την ψυχή μου, να γλιστρά και σαν κλέφτης να βγαίνει από το κουφάρι μου, άκου όνειρο. Ύστερα: πήρε την στράτα της ανηφοριάς σκουντουφλώντας στα χαλίκια.

Το κουφάρι μου ακολουθούσε μα τα πόδια του δεν πήγαιναν σαν να είχαν βαρίδια και ο μαγνήτης της γης τα τραβούσε κ’ αυτά κολλούσαν στις πέτρες. Η ψυχή μου ρουφούσε το άρωμα της ανθισμένης σούσουρος πού κολυμπούσε στο νερό της ρεματιάς και η μουσική του αέρα χάιδευε τις κορφές του βουνού που στον λαιμό του δυο κοτρόνες, μάτια ολάνοιχτα αφημένα στο ανεμόδαρτο και ένα δέντρο ήταν αγκαλιά με τις κουμαριές και έκαναν έρωτα. Η ψυχή έκανε νόημα στο κουφάρι μου να φύγει, δεν ήθελε να την ακολουθεί.

Πιο πάνω οι κρανιές γειτόνευαν με τα μελτσίκια της οξιάς, χωράτευαν κάτω από την σκιά του χθες. Στα άκρα των πελμάτων τους τα χόρτα έμοιαζαν με ξέφτια μιας χαμένης λογικής και η ψυχή μου ανάλαφρη πρυτάνευε στην κορυφή της αιωνόβιας οξιάς.

80

Πιο πέρα από το λαιμό το ζικ – ζακ ενός ερωτηματικού και στο ξέφωτο ολόρθο το θαυμαστικό. Τα ασημί στάχυα ψιθύριζαν και η ψυχή στο πλατύσκαλο θωρούσε το κουφάρι της που των θνητών τα χέρια, ξέσκιζαν την σάρκα

Έβλεπα πως τα χόρτα ήταν ξερά, μα ο σκύλος τα μασούσε να γιάνει η κοιλιά του, η γάτα μας ήταν αδύνατη, φυματική και ξερνούσε κομμάτια από βογγητά ανθρώπων που έφαγε στο πέρασμα.

Ο Φερεντίνος δεν έπινε τα φάρμακα του και τον είχαν τιμωρήσει. Οι αλυσίδες που είχε στα πόδια έβλεπα που μάλωναν με το λουκέτο και τα λουριά σαν φίδια τύλιγαν τα χέρια του πάνω στα σίδερα του κρεβατιού.

Ο σκύλος έκλαιγε και είδα λέει πως τη Μαρία την έδεσαν γυμνή στην σούστα του κρεβατιού και τη σκέπασαν με μια αρμάθα αλυσίδες. Ο Ζαφειρέλης έτρωγε τα σκουπίδια από τους κάδους και τα ποντίκια διαμαρτύρονταν στις κυρίες των φιλόπτωχων σωματείων.

Τα μεγάφωνα στη διαπασών και η Ελλάδα χόρευε…

Πινακίδες στους λεκιασμένους τοίχους με καλλίγραφα γράμματα από »μορφωμένους ανθρώπους…

Το επισκεπτήριο 3-5. Η γάτα γρατσούνιζε τα κάγκελα και ο σκύλος ούρλιαζε. Η ισοβίτισσα τρελό- Ευφροσύνη που πρόσφερε εθελοντική εργασία στο ίδρυμα, μπανιάριζε τη Θεοδώρα και το νερό έκαιγε. Η Θεοδώρα έκλαιγε και η τρελό – Ευφροσύνη συνέχιζε να της ρίχνει νερό ώσπου πέθανε.

Είδα μια νεκροφόρα, ήρθε και πήρε τη Θεοδώρα. Το χαρτί του θανάτου ορθογραφημένο, ατσαλάκωτο, φινετσάτο. Το είδα που έγραφε αυτοκτονία ετών 18…

-Κωστή, συγνώμη που σε διέκοψα…

-Μα δε με διέκοψες, ξέρω σε κούρασα μα ήταν μεγάλο, ζωντανό λες και ήταν αληθινό…

Το πρόσωπο του γέρου Μέμου πήρε γαλήνια όψη. Η φωνή του έβγαινε απαλή. ---Ναι! που λες μια φορά και εγώ είδα την Πούλια στα μέσα της νύχτας να κάνει έρωτα με τον Αυγερινό και τους ζήλεψα.

Πήρε το στόμα του και την ανοικτή παλάμη από το αυτί του Κωστή και συνέχισε να μιλά κοιτάζοντας φοβισμένα δεξιά και αριστερά.

Ήμουν μόνος, μα δεν ήταν νύχτα και ένας άλλος Μέμος γελαστός δρασκέλισε τις μαργαρίτες. Τις χάιδευε μετρώντας τα πέταλα. Έπαιρνε τα χρώματα, όλα τα χρώματα εφτά στον αριθμό, όχι ψέματα οχτώ ναι! θυμάμαι πως είχα ανακαλύψει και το όγδοο, ναι θυμάμαι γιατί…

Έκατσε λίγο σκεπτικός, μετά πάλι ένα απότομο ξέσπασμα.

-Ναι τώρα θυμήθηκα, ήταν το όγδοο το θυμάμαι γιατί ήταν το πιο φωτεινό.

Τι λέω τρελός είμαι; Ναι τρελός, γιατί μόνο ένας τρελός θα μπορούσε να μετρήσει τα χρώματα. Εγώ!. Και έβαλε το δάχτυλο στο στήθος του. – Εγώ! ο τρελό Μέμος θυμάμαι που τα μάζευα, τα έβαζα αράδα και τα έχτιζα όλη νύχτα.

Α! ψέματα δεν ήταν νύχτα όμως εγώ, έκτιζα δεν θυμάμαι πόσο έκτιζα αφού λεν πως οι τρελοί δεν θυμούνται.

Έχωσε βιαστικά τα χέρια, στην τσέπη του πεσμένου πανταλονιού, έβγαλε ένα κιτρινισμένο τσαλακωμένο χαρτί και ξεδιπλώνοντας το είπε προστακτικά.

-Λοιπόν θα το διαβάσω μια φορά εγώ, μετά θα σου το δώσω. Σύμφωνοι;

Γύρισε είδε δεξιά και αριστερά, μετά πήρε θέση προσοχής, αρχίζοντας να απαγγέλλει τους στίχους, κουνώντας ρυθμικά το χέρι.

81

-Η ανάσα μουσικής νοσταλγία ας γίνει και με χρώματα να σκεπαστεί

το ποτήρι να τσακίσει, το περιεχόμενο καταγής να χυθεί

της πικροδάφνης ο πικρός της χυμός…

Με ιπποτικό, ύφος άπλωσε το χέρι και το έδωσε στον Κωστή.

-Λοιπόν κάτσε κάτω, τώρα να σου διηγηθώ και την ιστορία που σου έχω υποσχεθεί.

Έκανε μια βόλτα γύρω από τον Κωστή, έκατσε απέναντί του και πριν ακόμα αρχίσει να μιλά τον έκοψε ο Κωστής.

-Γέρο Μέμο άφησε με να σου τελειώσω το όνειρο μου γιατί φοβάμαι μην το ξεχάσω,

μετά μου λες την ιστορία σου. –Μα εσύ είπες πως τελείωσες, για αυτό…

- Ν’ αρχίσω τώρα; - Ν’ αρχίσεις, τώρα, γιατί το όνειρο σου ήταν καλό, τώρα που θα φύγεις θέλω να δω αν ο δρόμος σου είναι καθαρός χωρίς εμπόδια κατάλαβες;. – έλα τώρα πάμε! Έκανε ένα γύρω με τα μάτια του τον έπιασε από το χέρι και είπε: - Θα περπατάμε και εσύ θα μου το λες, ξέρω εγώ τι λέω και οι τοίχοι αυτιά έχουν. Πήρε μια ανάσα βαθιά και άφησε τον Κωστή να συνεχίσει το όνειρο.

-Ύστερα είδα σύννεφα μαύρα, είχαν καθίσει πάνω στις στέγες και η νύχτα μοίραζε σκιές.

Φοβηθήκαμε και πήγαμε, όλοι για ύπνο, την Ευφροσύνη την δώσανε βαθμό την κάνανε φύλακα, τις δώσανε τις αλυσίδες και τα λουριά και αυτή βολτάριζε στους θαλάμους και οι κατσαρίδες συντόνιζαν το έργο της.

Άκουγα φωνές, μπουνιές, και προσταγές, δώστε! Τα τσιγάρα και τα σπίρτα, εγώ είχα μουδιάσει πήγαινα να σηκώσω τα πόδια μου και δεν μπορούσα ήθελα να φύγω φοβόμουνα πήγα να φωνάξω μα η φωνή μου δεν έβγαινε.

Ο σκύλος ούρλιαζε και η γάτα γρατζούναγε τα σκουριασμένα κάγκελα έβλεπα σκουλήκια να αναρριχούνται στο παράθυρο και μια αράχνη ύφαινε τον ιστό της και ο αέρας έμπαινε σφυρικτός, με έγδυσε και ύστερα ήρθαν οι κυρίες των φιλόπτωχων σωματείων, πήραν τα ρούχα μου για να τα δώσουν στους φτωχούς. Ο ιδρώτας γλιστρούσε από το κορμί μου και χύνόταν στο πάτωμα.

Ύστερα είδα του γιατρού την μπλούζα να την φορεί η Ευφροσύνη, ο Ζαφειρίου είχε κρύψει τα τσιγάρα επάνω στο σαπισμένο πρεβάζι του παραθύρου.

Η Ευφροσύνη γύρισε να μαλώσει τη γάτα μα το πακέτο γυάλισε πιότερο από τα μάτια της γάτας και έτσι μαρτυρήθηκε ο Ζαφειρίου.

Είδα ένα ποταμό από κοκτέιλ ενέσιμο να περνά μέσα από τον θάλαμο, κατρακυλώντας από τις σκάλες. Η ψυχή μου στο πλατύσκαλο θωρούσε το κουφάρι μου, που των θνητών τα χέρια, τραβούσαν τις σάρκες του, κουρέλια που τα μάζευαν μανάδες, τις ρώτησα σε τ θα τους φανούν χρήσιμα και μου είπαν πως θα ράψουν πάνες για να τυλίγουν τα παιδιά που θα γεννήσουν κάποτε.

Στο πλατύσκαλο η ψυχή μου γυμνή προσπαθούσε να μπει στο κουφάρι του, ξύπνησα και είδα τον Ζαφειρίου να είναι δεμένος, με αλυσίδες στα πόδια, και στα χέρια περασμένα τα λουριά. Γυμνός όπως ήταν τα σκατά που είχε κάνει ήταν στοιβαγμένα, ολόιδια με τους εξογκωμένους γοφούς της διευθύνουσας.

Ο γέρο Μέμος τραβούσε το πανταλόνι του και προσπαθούσε να δέσει το ζουνάρι απάνω στη μέση του.

82

Ο Κωστής έβλεπε το πανταλόνι που γλιστρούσε, έφτανε στα γόνατα του και ο γέρο Μέμος δεν μπορούσε να περπατήσει, κοντοστάθηκε, έβγαλε την ζώνη του πανταλονιού του και είπε: -Γέρο Μέμο τώρα που φεύγω επίτρεψέ μου να σου κάνω και εγώ ένα δώρο, για να θυμάσαι τα δύο χρόνια που περάσαμε μαζί. Του έδωσε τη ζώνη και είπε: -Έλα δέσε το πανταλόνι σου – Εσύ τι θα κάνεις, με τι θα σφίξεις το πανταλόνι σου; Ο Κωστής γέλασε και χαριτολογώντας είπε: - Έλα μην νοιάζεσαι το δικό μου έχει μαγνήτη και κολλάει όπου εγώ το στήσω.

Τώρα εσύ εξήγησέ μου το όνειρο - Α! ναι έχουμε και το όνειρο. Εντάξει! Έλα πάμε να καθίσουμε γιατί κουράστηκα, πάμε στο πλατύσκαλο για να έχουμε τα νώτα μας καλυμμένα.

-Λοιπόν κάτσε κάτω τώρα να σου διηγηθώ την ιστορία που σου έχω υποσχεθεί. – Όχι! είπαμε πρώτα το όνειρο το είπαμε δεν το είπαμε;.

-Κωστή μην ανησυχείς όλα θα μπούνε στη σειρά μόνο εσύ άκουσε με προσοχή την ιστορία και στο τέλος ερμηνεύομε και το όνειρό σου. Άκου τον γέρο Μέμο και θα δεις πως όλα στη ζωή έχουν την εξήγηση τους.

Ο τόπος μας Κωστή είναι μια πολιτεία γκρεμισμένη εκεί μέσα βασιλεύει η φτώχεια και στα σβηστά τζάκια άνθρωποι στοιβαγμένοι κοιτούν τις άδειες κατσαρόλες. Ένας από αυτούς ήμουν κι εγώ.

Μέσα από την ανθρώπινη στιβάδα οι τρίδυμοι αδελφοί αποφάσισαν να βρουν το χρυσό κλουβί με το πουλί της ευτυχίας.

Μια μέρα η λαχτάρα πρότεινε στον Ελπιδοφόρο που ήταν ένα χιλιοστό του χιλιοστού μεγαλύτερος από τον αδελφό του τον Προσπαθιάντο να καβαλικέψουν το ζώο που διέθετε φανταστική αντοχή.

Ο γέρο Μέμος κατάπιε το σάλιο του και συνέχισε:

Μια μέρα ανοιξιάτικη που τα λουλούδια άνθιζαν και τα δέντρα δέναν τους καρπούς τους κάτω από τις ζεστές αχτίδες του ήλιου, πήραν τη μεγάλη απόφαση να πάρουν το δρόμο και να τραβήξουν ευθεία.

Ο δρόμος όσο πήγαιναν στένευε, στο τέλος έμεινε ένα μονοπάτι, το μονοπάτι τους έβγαλε σε μια στοά. Εκεί περπατούσαν μέρα νύχτα για χρόνια. Τα μαλλιά τους είχαν ασπρίσει και αυτοί ακόμα περπατούσαν ώσπου μια μέρα αντάμωσαν γυναίκες, πολλές γυναίκες να ζυμώνουν και με τα πλαδαρά βυζιά τους να φουρνίζουν ψωμιά για να τρώει ο δράκος που φύλαγε το χρυσό κλουβί με το πουλί της ευτυχίας.

Οι τρίδυμοι τις έβλεπαν μες στην κάψα να ζυμώνουν, τις λυπόνταν αλλά δεν τολμούσαν να τις ρωτήσουν για να μάθουν γιατί συμβαίνουν όλα αυτά εδώ στον κάτω κόσμο, εδώ! στα έγκατα της γης.

Ώσπου μια μέρα πλησίασαν μια γυναίκα που ήταν πιο γριά απ’ όλες. –Γιατί καλή μας γερόντισσα ζείτε εδώ μέσα, κάτω από αυτές τις συνθήκες;

Η γερόντισσα γέλασε.

-Χι! χι! χι! και τα σάλια της έβγαιναν από τα σαπισμένα ούλα της. Ο Προσπαθιάντος με αυστηρή φωνή είπε: -Γιατί γελάς γερόντισσα, τι το διασκεδαστικό βρίσκεις στην ερώτησή μας και γελάς; - Χι! χι! χι! και μια άλλη γυναίκα που ήταν λίγο πιο πέρα είπε: - Γελάει παλικάρι μου γιατί ξέρει πως σε λίγο και εσείς εδώ θα ζήσετε έτσι θα δουλεύετε σαν εμάς, θα δουλεύετε για τον δράκο και το χρυσό κλουβί με το πουλί της ευτυχίας δεν θα το πάρετε και η προσπάθεια σας θα πεθάνει οπως και η δικιά μας πέθανε παλικάρι μου, πέθαναν η λαχτάρα, η προσπάθεια και η ελπίδα.

83

Τρομαγμένος ο Προσπαθιάντος με φωνή τρεμάμενη ρώτησε: - Γιατί;

-Γιατί! Ρώτας παιδί μου. Είπε μια άλλη γριά, με κομμένα πόδια και βυζιά από πύον.

- Έτσι παλικάρι μου και μυς ξεκινήσαμε, ήμασταν νέοι, λαχταρούσαμε τη ζωή, κάναμε όνειρα γι’ αυτό ξενιτευτήκαμε.

Μας είπαν πως κάπου βρίσκεται το χρυσό κλουβί με το πουλί της ευτυχίας και αφού το βρίσκαμε θα γινόμασταν πλούσιοι.

Έτσι με την ελπίδα που έχει ο κάθε νέος άνθρωπος κατορθώσαμε να φτάσουμε μέχρι εδώ, όμως εδώ βρήκαμε μεγάλες δυσκολίες γιατί το χρυσό κλουβί με το πουλί της ευτυχίας φυλάγεται από έναν δράκο που λέγεται πως είναι ο βασιλιάς της πλουτοκρατίας. Λένε πως, αν οι ραγιάδες αποκτήσουν την περηφάνια των προγόνων μας τότε μόνο θα μπορέσουν να κλέψουν το χρυσό κλουβί της ευτυχίας, οι πλούσιοι δεν θα υπάρχουν και οι φτωχοί θα ζούνε μέσα σε σπίτια με τζάκια αναμμένα και οι κατσαρόλες δεν θα είναι αδειανές και οι κάμαρες τους θα είναι γεμάτες όνειρα.

Η γη θα βλαστήσει και οι άνθρωποι θα φυτεύουν δέντρα για να ξεκουράζονται κάτω από τις σκιές τους.

Τα νερά της θάλασσας θα είναι γαλάζια και οι ανεμώνες θα έχουν βγάλει τα κεφαλάκια τους έξω να μας χαμογελούν.

Εμείς παλικάρι μου, δεν τα καταφέραμε και η λαχτάρα μας πέθανε, σε λίγο πέθανε και η προσπάθεια, τελευταία πέθανε και η ελπίδα μας…

Ο Κωστής σήκωσε το κεφάλι που από ώρα το είχε σκυφτό και άκουγε τον γέρο Μέμο τον παλιό αυτόν ανθρακωρύχο .

Είδε από τα μάτια του γέρο Μέμου να κυλούν δάκρυα και να καταπίνει το σάλιο του, αναστέναξε βαθιά και σαν να ανακουφίστηκε κάπως συνέχισε με βραχνή φωνή και με βαρύ τονισμό είπε: -Εγώ αγαπητέ μου Κωστή έχω πεθάνει από χρόνια πολλά, πέθανα μαζί με τη βασίλισσα μου τη λαχτάρα, μαζί με την προσπάθεια και την ελπίδα, μαζί με τις ανάπηρες γριές που όταν γεννηθήκαμε είχαμε διαφορά ηλικίας ένα χιλιοστό του χιλιοστού.

Ο γέρο Μέμος σήκωσε με δυσκολία το δεξί του χέρι, χάιδεψε τα μαλλιά του Κωστή και άρχισε να τρέχει μέσα στον σκοτεινό θάλαμο πηγαίνοντας προς το κρεβάτι του και γελώντας δυνατά.

Όταν έφθασε κοντά στάθηκε για λίγο όρθιος και άρχισε να φωνάζει με σταθερή επανάληψη. – Δράκος ίσον Κράτος! Κράτος ίσον Δράκος! Ύστερα ξάπλωσε ανάσκελα στο κρεβάτι και με ασυνήθιστη ηρεμία τέντωσε τα πόδια του φωνάζοντας δυο τρεις φορές δυνατά.

Κράτος! Δράκος! Κράτοοος φίδια ρέεε κάτω από τη σκάλα. Τα μάτια του θολά καρφώθηκαν στην άσπρη μπλούζα του φύλακα.

Ύστερα άπλωσε το πόδι του και το κράκ από το λουκέτο ακούστηκε μέσα στη βουβή νύχτα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου